- ὑποκεφάλαιον
- ὑποκεφάλαιονpillowneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὑποκεφαλαίοις — ὑποκεφάλαιον pillow neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποκεφαλαίοισι — ὑποκεφάλαιον pillow neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποκεφαλαίου — ὑποκεφάλαιον pillow neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποκεφαλαίῳ — ὑποκεφάλαιον pillow neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποκεφάλαιο — το / ὑποκεφάλαιον, ΝΑ νεοελλ. (σε σύγγραμμα, σε βιβλίο) μέρος κεφαλαίου, υποδιαίρεση κεφαλαίου αρχ. προσκέφαλο («πρὸς κεφαλὴν ὑποθεῑναι σκύτινον ὑποκεφάλαιον», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. με την αρχ. σημ. είναι σύνθ. εκ συναρπαγής από τη φρ. ὑπὸ… … Dictionary of Greek